λεβητοποιία

λεβητοποιία
η
1. η τέχνη τής κατασκευής λεβήτων, κυρίως ατμολεβήτων
2. βιομηχανία λεβήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στη Συνέλευση μετόχων ελληνικής ατμοπλοΐας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οξυγονοκόλληση — Είδος αυτογενούς συγκόλλησης, που πραγματοποιείται με τη βοήθεια οξυακετυλενικής φλόγας. Η φλόγα αυτή παρέχεται από καμινευτήρα αυλό και οφείλει την ονομασία της στο γεγονός ότι η θερμότητα που χρειάζεται παρέχεται με καύση ακετυλένιου σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”